- Νειλομέτριον
- ΝειλομέτριονNilometerneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νειλομέτριον — νειλομέτριον, τὸ (Α) ειδική εγκατάσταση στον ποταμό Νείλο για τη μέτρηση τής ανύψωσης και πτώσης τών υδάτων τού ποταμού, που παρατηρείται κάθε χρόνο, αλλ. νειλοσκοπείον, το σημερινό νειλόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νείλος + μέτριον < μέτρον), πρβλ.… … Dictionary of Greek
νειλομετρικός — νειλομετρικός, ή, όν (Α) [νειλομέτριον] αυτός που χρησιμοποιείται ή αναφέρεται στη μέτρηση τής στάθμης τών υδάτων τού Νείλου με το νειλομέτριο … Dictionary of Greek